μεθύσαν

μεθύσαν
μεθύσᾱν , μέθυσος
drunk with wine
fem acc sg (doric aeolic)
μεθύσᾱν , μεθύσης
masc acc sg (epic doric aeolic)
μεθύσης
masc acc sg
μεθύσκω
make drunk
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρυτίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κένταυρος της Θεσσαλίας. Μέσα στη μέθη του συμπεριφέρθηκε με απρέπεια στον οίκο του Πειρίθη. Γι’ αυτό τιμωρήθηκε από τους Λάπιθες με αποκοπή της μύτης και των αφτιών του. Έτσι δόθηκε η αφορμή του πολέμου ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ικαρία — I Αρχαίος δήμος της Αττικής, τον οποίο έχτισε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς Ικάριος ή Ίκαρος. Η θέση όπου βρισκόταν ο δήμος αυτός αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διεξήγαγε το 1888 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές… …   Dictionary of Greek

  • Πειρίθους — Βασιλιάς των Λαπιθών της Θεσσαλίας, γιος του Δία ή του Ιξίωνα και της Δίας, πατέρας του Πολύποιτου. Ο Π. παντρεύτηκε την κόρη του Λαπίθη Άτρακα, Ιπποδάμεια, και κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου του δημιουργήθηκε η αιτία που προκάλεσε την… …   Dictionary of Greek

  • κλειδοκράτης — κλειδοκράτης, ο και κλειδοκράτορας, ο θηλ. κλειδοκράτα και κλειδοκράτισσα και κλειδοκρατόρισσα αυτός που κρατάει τα κλειδιά: Μέθυσαν τον κλειδοκράτη και του πήραν τα κλειδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθάω — μεθώ ( άω), μέθυσα, μεθυσμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει, να ζαλιστεί από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: Με μέθυσαν οι φίλοι μου. 2. μτφ., προκαλώ αισθήματα ευχαρίστησης: Τους μέθυσε το άρωμα των λουλουδιών. 3. αμτβ., βρίσκομαι σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθώ — ( άω), μέθυσα, μεθυσμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει, να ζαλιστεί από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: Με μέθυσαν οι φίλοι μου. 2. μτφ., προκαλώ αισθήματα ευχαρίστησης: Τους μέθυσε το άρωμα των λουλουδιών. 3. αμτβ., βρίσκομαι σε κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”